ΠΡΑΞΗ Ι
Παρίσι, 1730. Στα παρασκήνια της Κομεντί Φρανσέζ, ο σκηνοθέτης Μινοσέ και ο θίασος προετοιμάζονται για την παράστασή τους. Εμφανίζονται μαζί η Αντριάνα Λεκουβρέρ και η αντίζηλός της η δεσποινίς Ντουκλό. Μπαίνουν ο πρίγκηπας της Μπουγιόν και ο Αββάς του Χαζίγ και ζητούν την Ντουκλό, που είναι η ερωμένη του πρίγκηπα. Συναντούν την Αντριάνα και της κάνουν κομπλιμέντα, μα τους απαντά ότι δεν είναι παρά ταπεινή υπηρέτης του δημιουργικού πνεύματος (“Io son l’umile ancella”). Ο πρίγκηπας μαθαίνει ότι η Ντουκλό γράφει ένα γράμμα και φροντίζει να καταλήξει στα χέρια του. Όταν ο Μινοσέ μένει μόνος με την Αντριάνα, της εξομολογείται τον έρωτα που νιώθει γι’ αυτήν. Του απαντά ότι αγαπάει κάποιον Μαουρίτσιο, που πιστεύει ότι είναι αξιωματικός στην υπηρεσία του κόμη της Σαξωνίας. Μπαίνει ο Μαουρίτσιο, δηλώνει τον έρωτά του για την Αντριάνα (“La dolcissima effigie”), και κανονίζουν να συναντηθούν μετά την παράσταση. Η Αντριάνα του χαρίζει ένα μπουκέτο βιολέτες, δείγμα της αγάπης της. Στη διάρκεια της παράστασης, ο πρίγκηπας παίρνει στα χέρια του το γράμμα της Ντουκλό, στο οποίο ζητάει μια συνάντηση με τον Μαουρίτσιο, που στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος ο κόμης της Σαξωνίας. Του ζητάει να την συναντήσει αργότερα, στην βίλα που ο πρίγκηπας της είχε παραχωρήσει. Με την απόφαση να εκθέσει την άπιστη ερωμένη, ο πρίγκηπας διοργανώνει χορό στη βίλα το ίδιο βράδυ. Χωρίς να το γνωρίζει, η Ντουκλό είχε στείλει το γράμμα για λογαριασμό της πριγκήπισσας της Μπουγιόν, που διατηρούσε κρυφή σχέση με τον Μαουρίτσιο. Αυτός, παίρνοντας το γράμμα, αποφασίζει να πάει στη συνάντηση με την πριγκήπισσα, που τον είχε βοηθήσει με τις πολιτικές του επιδιώξεις. Στέλνει ένα σημείωμα στην Αντριάνα για να ακυρώσει το ραντεβού τους. Η Αντριάνα αναστατώνεται, μα όταν ο κόμης την καλεί στον χορό και μαθαίνει την παρουσία του πρίγκηπα της Σαξωνίας, δέχεται με την ελπίδα να βοηθήσει την καριέρα του εραστή της.
ΠΡΑΞΗ ΙΙ
Η πριγκήπισσα περιμένει με αγωνία τον Μαουρίτσιο στη βίλα (“Acerba voluttà”). Όταν αυτός φθάνει, προσέχει αμέσως τις βιολέτες και υποπτεύεται την απειλή μιας άλλης. Αυτός όμως, τις προσφέρει σαν δώρο. Αν και νιώθει ευγνωμοσύνη για τη βοήθεια που του πρόσφερε, απρόθυμα παραδέχεται ότι ο έρωτάς του έχει σβήσει (“L’anima ho stanca”). Η πριγκήπισσα τρέχει να κρυφτεί όταν εμφανίζονται ξαφνικά ο σύζυγος με τη συνοδεία του Αββά, που συγχαίρουν τον Μαουρίτσιο για τη νέα του κατάκτηση, που νομίζουν ότι είναι η Ντουκλό. Εμφανίζεται η Αντριάνα. Μένει εμβρόντητη όταν ανακαλύπτει ότι κόμης της Σαξωνίας και Μαουρίτσιο είναι το ίδιο πρόσωπο, μα του συγχωρεί την κατεργαριά. Όταν ο Μισονέ μπαίνει ψάχνοντας τη Ντουκλό, η Αντριάνα υποψιάζεται ότι ο Μαουρίτσιο είχε μυστικό ραντεβού μαζί της. Την διαβεβαιώνει ότι η γυναίκα που κρύβεται πίσω απ’ την πόρτα δεν είναι η Ντουκλό. Το ραντεβού του μαζί της, λέει, ήταν καθαρά πολιτικής φύσης και πρέπει να την φυγαδεύσουνε. Η Αντριάνα τον εμπιστεύεται και συμφωνούν. Στη σύγχυση που ακολουθεί, ούτε η Αντριάνα αλλά ούτε και η πριγκήπισσα αναγνωρίζει την άλλη, μα με τα λίγα λόγια που ειπώθηκαν, και οι δυο καταλαβαίνουν τον έρωτα για τον Μαουρίτσιο. Η Αντριάνα είναι αποφασισμένη ν’ ανακαλύψει την ταυτότητα της αντίζηλου, μα η πριγκήπισσα διαφεύγει, χάνοντας ένα βραχιόλι που ο Μισονέ βρίσκει και παραδίδει στην Αντριάνα.
ΠΡΑΞΗ ΙΙΙ
Καθώς προετοιμάζεται για έναν χορό στο ανάκτορό της, η πριγκήπισσα αναρωτιέται ποια είναι η αντίζηλός της. Οι καλεσμένοι καταφθάνουν και μαζί τους ο Μισονέ με την Αντριάννα. Η πριγκήπισσα αναγνωρίζει τη φωνή της Αντριάνας, της γυναίκας που την βοήθησε να δραπετεύσει. Οι υποψίες της επιβεβαιώνονται όταν την πληροφορεί ότι ο Μαουρίτσιο πληγώθηκε σε μια μονομαχία και η Αντριάνα σχεδόν λιποθυμά. Συνέχεται όμως γρήγορα, όταν ο Μαουρίτσιο μπαίνει στην αίθουσα σώος και αβλαβής και διασκεδάζει τους παρευρισκόμενους με πολεμικούς άθλους του (“Il russo Mencikoff”). Στη διάρκεια του χορού, η πριγκήπισσα και η Αντριάνα διαπιστώνουν ότι είναι αντίζηλοι. Η πριγκήπισσα αναφέρει τις βιολέτες κι η Αντριάνα με τη σειρά της ανασύρει το βραχιόλι που ο πρίγκηπας αναγνωρίζει ότι ανήκει στη γυναίκα του. Για να αλλάξει κουβέντα, η πριγκήπισσα προτείνει στην Αντριάνα να απαγγείλει έναν μονόλογο. Η Αντριάνα επιλέγει μια αποστροφή απ’ τη Φαίδρα του Ρασίν, όπου η ηρωίδα καταγγέλει τις αμαρτωλές γυναίκες και τις μοιχαλίδες, στοχεύοντας με την απαγγελία της κατευθείαν στην πριγκήπισσα. Η πριγκήπισσα αποφασίζει να εκδικηθεί.
ΠΡΑΞΗ IV
Η Αντριάνα έχει αποσυρθεί απ’ το θέατρο, συντετριμμένη απ’ τον χωρισμό με τον Μαουρίτσιο. Τα μέλη του θιάσου την επισκέπτονται στα γενέθλιά της με δώρα, προσπαθώντας να την μεταπείσουν να επιστρέψει. Η Αντριάνα συγκινείται ιδιαίτερα απ’ το δώρο του Μισονέ: ένα χρυσαφικό που κάποτε είχε αφήσει ενέχυρο για να μπορέσει να βγάλει τον Μαουρίτσιο απ’ τη φυλακή. Καταφθάνει ένα πακέτο που γράφει «από τον Μαουρίτσιο». Όταν το ανοίγει, βρίσκει ένα μπουκέτο μαραμένες βιολέτες που κάποτε του είχε δώσει και καταλαβαίνει το σημάδι ότι ο έρωτας τους έχει τελειώσει (“Poveri fiori”). Φιλάει τα λουλούδια και τα πετάει στο τζάκι. Λίγα λεπτά αργότερα, έρχεται ο Μαουρίτσιο μαζί με τον Μισονέ. Θέλει να τον συγχωρήσει και της ζητάει να τον παντρευτεί. Γεμάτη χαρά δέχεται, μα αμέσως χάνει το χρώμα της. Ο Μισονέ κι ο Μαουρίτσιο αντιλαμβάνονται ότι τα λουλούδια είχαν σταλεί δηλητηριασμένα απ’ την πριγκήπισσα. Η Αντριάνα πεθαίνει στην αγκαλιά του Μαουρίτσιο (“Ecco la luce”).