Giacomo Puccini
Λιμπρέττο: Guelfo Civinni and Carlo Zangarini
ΠΡΑΞΗ I
Σε μια παροικία χρυσοθήρων στην Καλιφόρνια το 1849-50. Το σούρουπο, στο σαλούν της Πόλκα, ο Νικ ο μπάρμαν, προετοιμάζεται για την επιστροφή των μεταλλωρύχων από τους λόφους. Ο Τζακ Ουάλας, ένας περιπλανώμενος τροβαδούρος, πιάνει έναν λυπητερό σκοπό και κάνει τον Τζιμ Λάρκενς να ξεσπάσει σε δάκρυα. Κάνουν έρανο για να επιστρέψει στο σπίτι του. Ο Τριν και ο Σονόρα, δωροδοκούν τον Νικ, να τους βοηθήσει να κερδίσουν την καρδιά της Μίνι, της ιδιοκτήτριας του σαλούν, με την οποία όλοι οι άνδρες είναι ερωτευμένοι. Ο Σιντ κλέβει στα χαρτιά και ο Τζακ Ράνς, ο σκληρός σερίφης του καταυλισμού, τον χαρακτηρίζει ανεπιθύμητο. Ο πράκτορας της Γουέλς Φάργκο, ο Άσμπι φέρνει τα νέα της επικείμενης σύλληψης του μεξικάνου ληστή Ραμίρεζ και της συμμορίας του. Καυγάς ξεσπάει ανάμεσα στον Ρανς και τον Σονόρα, που θέλουν να παντρευτούν τη Μίνι. Η κατάσταση κοντεύει να ξεφύγει από τον έλεγχο, όταν εμφανίζεται η Μίνι. Οι άνδρες ηρεμούν και ακούνε διδαχές της Βίβλου απ’ τη Μίνι. Αργότερα, μόνος μαζί της, ο Ρανς της εξομολογείται τον έρωτά του (“Minnie, della mia casa”). Αυτή μένει ανεπηρέαστη και καθώς αναπολεί τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια, περιγράφει μια διαφορετική εικόνα του έρωτα που ονειρεύεται (“Laggiù nel Soledad”).
Εμφανίζεται ένας ξένος στο μπαρ και συστήνεται σαν Ντικ Τζόνσον απ’ το Σακραμέντο. Η Μίνι τον αναγνωρίζει γιατί κάποτε τον είχε συναντήσει σε κάποια περιπλάνηση. Ο ζηλιάρης Ρανς, διατάζει τον Τζόνσον να φύγει απ’ την πόλη, μα όταν η Μίνι δηλώνει ότι τον γνωρίζει, η ομήγυρη τον καλωσορίζει. Καθώς χορεύει με τη Μίνι, οι χρυσοθήρες σέρνουν μέσα στο μπαρ τον Κάστρο, απ’ τη συμμορία του Ραμίρεζ. Ο Κάστρο τους πείθει ότι θα τους οδηγήσει στο κρυσφήγετο του ληστή. Κατόπιν, ψιθυρίζει στον Τζόνσον – που στην πραγματικότητα είναι ο Ραμίρεζ – ότι επίτηδες άφησε να τον συλλάβουν για να παραπλανήσει τους μεταλλωρύχους μακρυά απ’ το σαλούν, έτσι ώστε ο Τζόνσον να το ληστέψει. Οι άνδρες φεύγουν με τον Κάστρο και ο Τζόνσον μένει μόνος με τη Μίνι. Του διηγείται την απλή της ζωή και του αποκαλύπτει ότι περιμένει ακόμα το πρώτο της φιλί. Όταν του δείχνει το μέρος που οι χρυσοθήρες φυλάνε τον χρυσό, της δηλώνει ότι όσο είναι στην περιοχή, κανείς δεν θα την πειράξει, ούτε θα αγγίξει το χρυσάφι. Ντροπαλά, τον προσκαλεί στην καλύβα της, αργότερα το βραδάκι.
ΠΡΑΞΗ II
Στην καλύβα της Μίνι στους λόφους, η ινδιάνα Γουόκλι τραγουδάει ένα νανούρισμα στο μωρό της και τσακώνεται με τον πατέρα του παιδιού της, τον Μπίλι Τζακράμπιτ. Καταφθάνει η Μίνι και αρχίζει να προετοιμάζεται με αδημονία για τη συνάντησή της με τον Τζόνσον. Όταν βρεθούν μόνοι, υποκύπτει στη δήλωση αγάπης που της κάνει και δίνουν το πρώτο τους φιλί. Ο Τζόνσον, γεμάτος ερωτήματα αν θα πρέπει να της αποκαλύψει την αληθινή του ταυτότητα, ετοιμάζεται να αναχωρήσει, μα η Μίνι, επειδή το χιόνι άρχισε να πέφτει, τον παρακαλεί να μείνει στο σπίτι της. Ακούγονται πυροβολισμοί και ο Τζόνσον κρύβεται στη ντουλάπα. Εμφανίζεται ο Ρανς με μια συνοδεία, ανήσυχος για την ασφάλειά της. Έχουν ανακαλύψει ότι ο Τζόνσον είναι στην πραγματικότητα ο Ραμίρεζ. Η Μίνι απαντά ότι δεν γνωρίζει τίποτα και οι άνδρες φεύγουν. Γεμάτη οργή η Μίνι, στρέφεται εναντίον του Τζόνσον, που δικαιολείται για το παρελθόν και δηλώνει ότι από τη στιγμή που τήν συνάντησε, αποφάσισε να εγκαταλείψει την προηγούμενή του ζωή. Βαθειά πληγωμένη, η Μίνι τον διώχνει. Ακούγεται κι άλλος πυροβολισμός. Ο Τζόνσον, πληγωμένος εμφανίζεται στην πόρτα και η Μίνι τον κρύβει στη σοφίτα. Ο Ρανς επιστρέφει, βέβαιος ότι έπιασε το θύμα του, και απαιτεί να ψάξει το σπίτι. Η Μίνι αρνείται και όταν σχεδόν ο σερίφης είναι έτοιμος να καμφθεί, μια σταγόνα αίμα πέφτει απ’ το ταβάνι στο χέρι του. Ο Τζόνσον αναγκάζεται να παραδοθεί, μα η Μίνι έχει μια πρόταση: θα παίξει με τον Ράνς μια παρτίδα πόκερ. Αν την κερδίσει θα του δοθεί, αν χάσει, ο Τζόνσον θα είναι ελεύθερος. Η Μίνι τον κλέβει και κερδίζει. Ο Ρανς αναχωρεί.
ΠΡΑΞΗ III
Ο Τζόνσον ανάρρωσε χάρη στις φροντίδες της Μίνι. Κυνηγημένος απ’ τον Ρανς και τους άνδρες του, πέφτει στην παγίδα τους μέσα στο δάσος. Μπρος στην κρεμάλα, ζητάει μια τελευταία χάρη: να μην μάθει η Μίνι την πραγματική του τύχη (“Ch’ella mi creda”). Ο Ρανς εξοργίζεται, μα οι υπόλοιποι πείθονται σιγά-σιγά. Εκείνη τη στιγμή, εμφανίζεται η Μίνι καβάλα στ’ άλογο, κραδαίνοντας ένα πιστόλι. Όταν οι ικεσίες της να μην πειράξουν τον Τζόνσον αποδεικνύονται άκαρπες, τους υπενθυμίζει πόσα πράγματα της οφείλουν. Οι χρυσοθήρες υποκύπτουν κι απελευθερώνουν τον Τζόνσον. Μαζί με την Μίνι, φεύγουν πάνω στ’ άλογο για ν’ αρχίσουν μια καινούργια ζωή.