Σύνοψη: Mποέμ

ΠΡΑΞΗ Ι
Παρίσι, δεκαετία του 1830. Στη σοφίτα τους στο Καρτιέ Λατέν, ο απένταρος καλλιτέχνης Μαρτσέλο και ο ποιητής Ροντόλφο προσπαθούν να ζεσταθούν Παραμονή Χριστουγέννων γεμίζοντας τη σόμπα με τις σελίδες από το τελευταίο θεατρικό του Ροντόλφο. Σύντομα έρχονται και οι συγκάτοικοί τους – ο Κολίν, ένας φιλόσοφος, και ο Σονάρ, ένας μουσικός, που φέρνουν φαγητό, καύσιμα και χρήματα που τους έδωσε ένας εκκεντρικός ευγενής. Ενώ γιορτάζουν την αναπάντεχη τύχη τους, έρχεται ο ιδιοκτήτης, ο Μπενουά, να εισπράξει το νοίκι. Αφού μεθούν τον γέρο, οι φίλοι τον παροτρύνουν να τους μιλήσει για τις ερωτικές του περιπέτειες και μετά τον πετούν έξω δήθεν εξοργισμένοι από τις απιστίες στη γυναίκα του. Καθώς οι άλλοι φεύγουν για να γλεντήσουν στο Καφέ Μώμος, ο Ροντόλφο μένει πίσω για να τελειώσει ένα άρθρο και υπόσχεται να τους συναντήσει αργότερα. Η πόρτα χτυπάει –είναι η Μιμί, μια όμορφη γειτονοπούλα που το κερί της έσβησε στη σκάλα. Μπαίνοντας στο δωμάτιο ζαλίζεται και ο Ροντόλφο τής δίνει μια γουλιά κρασί τά τη συνοδεύει στη σκάλα και της ξανανάβει το κερί. Η Μιμί αντιλαμβάνεται ότι την ώρα που λιποθύμησε, έχασε το κλειδί της και όσο ψάχνουν μαζί, σβήνουν και τα δυο κεριά. Ο Ροντόλφο βρίσκει το κλειδί και το χώνει στην τσέπη του. Μες στο φεγγαρόφωτο, πιάνει το χέρι της Μιμί και της μιλάει για τα όνειρά του. Εκείνη του λέει για τη μοναχική ζωή της σε μια ψηλή σοφίτα, όπου κεντάει λουλούδια και περιμένει την άνοιξη. Οι φίλοι του Ροντόλφο φωνάζουν απ’ έξω προσκαλώντας τον μαζί τους. Εκείνος λέει ότι δεν είναι μόνος και ότι θα τους συναντήσει σύντομα. Χαρούμενοι που έσμιξαν, η Μιμί και ο Ροντόλφο φεύγουν χέρι-χέρι για το καφέ.

ΠΡΑΞΗ ΙΙ
Μες στις φωνές των μικροπωλητών κοντά στο Καφέ Μώμος, ο Ροντόλφο αγοράζει στη Μιμί ένα μπονέ και τη γνωρίζει στους φίλους του. Όλοι κάθονται και παραγγέλνουν φαγητό. Η πρώην αγαπημένη του Μαρτσέλο, η Μουζέτα κάνει μια εντυπωσιακή είσοδο στο μπράτσο του ηλικιωμένου αλλά πλούσιου Αλτσίντορο. Η αναστάτωση φτάνει στο αποκορύφωμά της, όταν προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή του Μαρτσέλο, τραγουδάει για τα προτερήματά της. Στέλνοντας τον Αλτσίντορο να της αγοράσει καινούργια παπούτσια, βρίσκει την ευκαιρία να πέσει στην αγκαλιά του Μαρτσέλο. Στρατιώτες παρελαύνουν μπροστά στο καφέ, οι μποέμ απομακρύνονται και ο Αλτσίντορο πρέπει να πληρώσει τον λογαριασμό.

ΠΡΑΞΗ ΙΙΙ
Χαράματα στο Φράγμα της Κόλασης, διόδια στις παρυφές του Παρισιού, ένα τελωνειακός υποδέχεται τις αγρότισσες στην πόλη. Ακούγονται άνθρωποι να πίνουν και να τραγουδούν σε μια ταβέρνα. Φτάνει η Μιμί, αναζητώντας το μέρος όπου ζουν τώρα ο Μαρτσέλο και η Μουζέτα. Όταν έρχεται ο ζωγράφος, του λέει ότι την ανησυχεί η ασίγαστη ζήλεια του Ροντόλφο. Λέει ότι είναι προτιμότερο να χωρίσουν. Καθώς ο Ροντόλφο βγαίνει από την ταβέρνα, η Μιμί κρύβεται. Ο Ροντόλφο λέει στον Μαρτσέλο ότι θέλει να χωρίσει από τη Μιμί εξαιτίας της επιπολαιότητάς της. Όταν πιέζεται να πει την αλήθεια, καταρρέει και ομολογεί ότι η αρρώστια της θα επιδεινωθεί μες στη φτώχεια που τους περιβάλλει. Συγκινημένη η Μιμί, βγαίνει να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο της. Ο Μαρτσέλο, ακούγοντας το γέλιο της Μουζέτα, τρέχει μες στην ταβέρνα. Ενώ η Μιμί και ο Ροντόλφο θυμούνται την παλιά ευτυχία τους, ο Μαρτσέλο επιστρέφει μαζί με τη Μουζέτα καβγαδίζοντας για τις ερωτοτροπίες της με έναν πελάτη. Βρίζονται και χωρίζουν, αλλά η Μιμί και ο Ροντόλφο αποφασίζουν να μείνουν μαζί μέχρι την άνοιξη.

Πράξη IV
Μήνες αργότερα στη σοφίτα, ο Ροντόλφο και ο Μαρτσέλο, χώρια πια από τις κοπέλες τους, αναλογίζονται τη μοναξιά τους. Ο Κολίν και ο Σονάρ φέρνουν ένα φτωχικό γεύμα. Για να φτιάξουν το κέφι τους, οι τέσσερίς τους στήνουν έναν χορό που μετατρέπεται σε μια ψεύτικη μονομαχία. Στο αποκορύφωμα της ευθυμίας τους η Μουζέτα τούς ειδοποιεί ότι η Μιμί είναι απ’ έξω, πολύ αδύναμη για ν’ ανέβει τη σκάλα. Ενώ ο Ροντόλφο τρέχει κοντά της, η Μουζέτα εξιστορεί πώς η Μιμί εκλιπάρησε να πάει κοντά στον Ροντόλφο για να πεθάνει. Την βολεύουν όσο πιο άνετα γίνεται και η Μουζέτα ζητά από τον Μαρτσέλο να πουλήσει τα σκουλαρίκια της για φάρμακα, ενώ ο Κολίν πάει να βάλει ενέχυρο το παλτό του. Μόνοι πια, η Μιμί και ο Ροντόλφο θυμούνται τη γνωριμία τους και τις πρώτες τους ευτυχισμένες μέρες, αλλά τη συγκλονίζει ένας βίαιος βήχας. Όταν οι άλλοι επιστρέφουν, η Μουζέτα δίνει στη Μιμί ένα μανσόν για να της ζεσταίνει τα χέρια, αλλά η Μιμί χάνει σιγά- σιγά τις αισθήσεις της. Η Μουζέτα προσεύχεται για τη Μιμί, αλλά είναι πια πολύ αργά. Συνειδητοποιούν ότι είναι νεκρή και ο Ροντόλφο καταρρέει απελπισμένος.