Παγκόσμια Πρεμιέρα: Court Theater, Munich, 1870.
Λιμπρέττο: Richard Wagner
ΠΡΑΞΗ I
Κυνηγημένος απ’ τους εχθρούς του μέσα στη θύελλα, ο Ζίγκμουντ μπαίνει εξαντλημένος σε κάποιο απόμερο σπίτι. Η Ζιγκλίντε τον βρίσκει ξαπλωμένο δίπλα στο τζάκι και οι δυο νιώθουν μια αμοιβαία γοητεία. Τους διακόπτει ο άντρας της Ζιγκλίντε, ο Χούντινγκ, που ζητά να μάθει την ταυτότητα του ξένου. Ο Ζίγκμουντ δίνει τ’ όνομα “Ταλαίπωρος“ (Wehwalt) και διηγείται την γεμάτη καταστροφές ιστορία της ζωής του, για ν’ ανακαλύψει ότι ο Χούντινγκ είναι συγγενής των εχθρών του. Ο Χούντινγκ τον ειδοποιεί ότι το πρωί, θα μονομαχήσουν μέχρι θανάτου.
Όταν μένει μόνος, ο Ζίγκμουντ επικαλείται τον πατέρα του, τον Βέλσε, να του στείλει το σπαθί που του είχε κάποτε υποσχεθεί. Εμφανίζεται η Ζιγκλίντε που έχει ποτίσει ναρκωτικό τον Χούντινγκ. Του μιλάει για το γάμο της και έναν μονόφθαλμο ξένο που βύθισε ένα σπαθί στον κορμό ενός δένδρου. Το σπαθί αυτό κανείς δεν μπόρεσε να βγάλει (“Der Männer Sippe”). Η Ζιγκλίντε είναι φανερά δυστυχισμένη στον γάμο της με τον Χούντινγκ. Ο Ζίγκμουντ την αγκαλιάζει και υπόσχεται να την ελευθερώσει απ’ τον σύζυγο που της έχουν επιβάλλει. Καθώς το φεγγαρόφωτο γεμίζει τον χώρο, ο Ζίγκμουντ παραλληλίζει τα αισθήματά τους για γάμο από έρωτα με την ίδια την άνοιξη (“Winterstürme wichen dem Wonnemond”). Η Ζιγκλίντε τον αποκαλεί “Άνοιξη” και ρωτάει αν ο πατέρας του πράγματι λέγεται “Λύκος”, όπως ανέφερε νωρίτερα. Ο Ζίγκμουντ διορθώνει τ’ όνομα του πατέρα σε Βέλσε και η Ζιγκλίντε τον αναγνωρίζει ως τον χαμένο δίδυμο αδελφό της. Ο Ζίγκμουντ τραβά το σπαθί απ’ τον κορμό και ζητά τη Ζιγκλίντε για νύφη, χαρούμενος για την επανένωσή τους.
ΠΡΑΞΗ II
Ψηλά στα βουνά, ο Βόταν, ο αρχηγός των θεών, μηνύει στην πολεμίστρια κόρη του, τη Βαλκυρία Βρουνχίλδη, ότι πρέπει να προστατεύσει τον θνητό γιό του Ζίγκμουντ, στη μάχη του με τον Χούντινγκ. Καθώς φεύγει χαρούμενη να εκπληρώσει την αποστολή της, εμφανίζεται η Φρίκα, η γυναίκα του Βόταν και θεά του γάμου. Η Φρίκα επιμένει ότι ο Βόταν πρέπει να προστατεύσει τον γάμο του Χούντινγκ εναντίον του Ζίγκμουντ. Αγνοεί το επιχείρημα ότι ο Ζίγκμουντ μπορεί να κερδίσει για τους θεούς το πανίσχυρο δαχτυλίδι του Νιμπελούγκεν Αλμπερίχου, από τον δράκο Φάφνερ. Όταν ο Βόταν συνειδητοποιεί ότι πιάστηκε στην παγίδα που έστησε –θα χάσει τη δύναμή του, αν δεν εφαρμόσει τους νόμους- υποκύπτει στις προσταγές της γυναίκας του. Αφού φύγει η Φρίκα, γεμάτος ανησυχία ο θεός, καλεί πίσω τη Βρουνχίλδη και την πληροφορεί για την κλοπή του χρυσού του Ρήνου και την κατάρα του Αλμπερίχου (“Als junger Liebe Lust mir verblich”). Η Βρουνχίλδη ακούει με αναστάτωση τον πατέρα της, ν’ ανατρέπει τα σχέδια του και να την διατάσσει να πολεμήσει στο πλευρό του Χούντινγκ.
Ο Ζίγκμουντ καθησυχάζει την τρομαγμένη νύφη του και την προσέχει όταν αποκοιμιέται. Η Βρουνχίλδη του εμφανίζεται σαν σε οπτασία και τον προειδοποιεί ότι σύντομα θα πεθάνει και θα βρεθεί στη Βαλχάλλα (“Siegmund! Sieh auf mich!”). Της απαντάει ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τη Ζιγκλίντε και ότι προτιμά να την σκοτώσει και ν’ αυτοκτονήσει, αν το σπαθί του δεν έχει δυνάμεις εναντίον του Χούντινγκ. Συγκινημένη από την προσήλωσή του, η Βρουνχίλδη αποφασίζει ν’ αψηφήσει τον Βόταν και να βοηθήσει τον Ζίγκμουντ. Όταν ακούει τον Χούντινγκ να πλησιάζει, ο Ζίγκμουντ αποχαιρετά τη Ζιγκλίντε. Οι δύο άνδρες μονομαχούν και ο Ζίγκμουντ έχει σχεδόν νικήσει, όταν εμφανίζεται ο Βόταν που διαλύει το σπαθί του και αφήνει τον Χούντινγκ να τον αποτελειώσει. Η Βρουνχίλδη διαφεύγει με την Ζιγκλίντε και το σπασμένο σπαθί. O Βόταν μ’ ένα νεύμα γεμάτο περιφρόνηση, σκοτώνει τον Χούντινγκ και φεύγει να βρει τη Βρουνχίλδη και να την τιμωρήσει για την ανυπακοή της.
ΠΡΑΞΗ ΙΙΙ
Οι οκτώ πολεμίστριες αδελφές της Βρουνχίλδης –που συγκεντρώθηκαν στο κορφοβούνι τους, κουβαλούν στο δισάκι τους σκοτωμένους ήρωες για τη Βαλχάλλα και ξαφνιάζονται όταν τη βλέπουν να συνοδεύει μια ζωντανή γυναίκα, τη Ζιγκλίντε. Όταν μαθαίνουν ότι η οργή του Βόταν την κατατρέχει, φοβούνται να τη βοηθήσουν να κρυφτεί. Η Ζιγκλίντε νιώθει πανικόβλητη, μα συνέρχεται όταν μαθαίνει απ’ τη Βρουνχίλδη ότι κουβαλά στα σπλάχνα το παιδί του Ζίγκμουντ. Τώρα θέλει να σωθεί, παίρνει τα κομμάτια του σπαθιού, ευχαριστεί τη Βρουνχίλδη και τρέχει να κρυφτεί στο δάσος, πριν εμφανιστεί ο Βόταν. Όταν εμφανίζεται ο θεός, καταδικάζει τη Βρουνχίλδη να ζήσει σαν θνητή και απειλεί τις υπόλοιπες ότι θα έχουν την ίδια τύχη, αν επιμένουν να την υπερασπίζονται.όνη με τον πατέρα της, η Βρουνχίλδη ισχυρίζεται ότι κατά βάθος, δείχνοντας ανυπακοή εκτελούσε την επιθυμία του. Ο Βόταν όμως δεν μεταπείθεται: θα πέσει σε λήθαργο, βορά στους περαστικούς. Του προτείνει να περιβληθεί από έναν κύκλο φωτιάς, που μόνον ο πιο γενναίος ήρωας θα μπορέσει να διαπεράσει. Και οι δυο διαισθάνονται ότι ο ήρωας θα είναι ο γιός της Ζιγκλίντε. Ο Βόταν με λύπη στην καρδιά, αποχαιρετά την κόρη του (“Leb’ wohl, du kühnes, herrliches Kind”) και την φιλάει στα μάτια, βάζοντας τη σφραγίδα του λήθαργου και της θνησιμότητας. Κατόπιν, καλεί τον Λόγκε, τον θεό της φωτιάς, να περικυκλώσει με πύρινο δαχτυλίδι τον βράχο. Καθώς οι φλόγες θεριεύουν, ο Βόταν αναχωρεί και αφήνει έναν χρησμό: όποιος αψηφήσει το δόρυ μου, θα κατακτήσει τον πύρινο κύκλο!